ἐπιπλάσσειν

ἐπιπλάσσειν
ἐπιπλάσσω
spread
pres inf act (attic epic)
ἐπιπλάσσω
spread
pres inf act (attic epic)
ἐπιπλάζω
fut inf act (attic epic)
ἐπιπλά̱σσειν , ἐπιπλήσσω
strike
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιπλάσσω — (Α ἐπιπλάσσω και αττ. τ. ἐπιπλάττω) [πλάσσω] νεοελλ. καλύπτω σχισμές, ρωγμές κ.λπ. με πλαστική ύλη, στοκάρω αρχ. 1. επιθέτω, αλείφω πάνω σε κάτι («γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει», Ηρόδ.) 2. βουλλώνω, φράζω («ἐπιπλάσσειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”